δρεπανωτός

δρεπανωτός
-ή, -ό
δρεπανοειδής: Με κυνηγούσε με δρεπανωτό μαχαίρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δρεπανωτός — ή, ό (Μ δρεπανωτός, ή, όν) δρεπανοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”